αποκεντρωτικός

αποκεντρωτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει σχέση με την αποκέντρωση: Άρχισε και στη χώρα μας να εφαρμόζεται το αποκεντρωτικό διοικητικά σύστημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκεντρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αποκέντρωση, αυτός που συντελεί στην αποκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αποσυγκεντρωτικός — ή, ό αντί αποκεντρωτικός, ή, ό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”